Γεννήθηκε το 1906 στο Θέρμο Αιτωλίας. Σε νεαρή ηλικία διδάχθηκε τις πρώτες του γνώσεις στο σχέδιο και τη ζωγραφική από τον Κωνσταντίνο Μαλέα. Φοίτησε για τρία χρόνια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σπούδασε βιολί στο Εθνικό Ωδείο και παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου. Το 1934 πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε γλυπτική στην Academie Colarossi και μαθήτευσε στο εργαστήριο του Θ. Απάρτη (1939).
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία με παραστατικά, ανθρωπομορφικά έργα σε πωρόλιθο ή μάρμαρο. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 επιλέγει το μέταλλο ως βασικό υλικό του, ενώ οι μορφές του γίνονται όλο και πιο αφαιρετικές. Έτσι αποκτά την ιστορική του θέση μεταξύ των πρωτοπόρων της αφηρημένης γλυπτικής στην Ελλάδα. Τα κύρια χαρακτηριστικά του έργου του, σε όλες τις εξελικτικές του φάσεις, είναι η λιτότητα των γραμμών, η στιβαρή δομή των συνθέσεων και η αυστηρά ισορροπημένη διάταξή τους στο χώρο. Η έμπνευση από την προκλασική ελληνική αρχαιότητα, που ήταν εμφανής από τα παλιότερα γλυπτά του, δηλώνεται στο ώριμο έργο του με την παρουσία συμπαγών πολυεδρικών όγκων, που παραπέμπουν στα μυκηναϊκά τείχη.
Κατά τη δεκαετία του ’60, καθώς ολοκλήρωνε τη στροφή του προς την αφαίρεση, συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη και δημιούργησε μια σειρά μνημειακών συνθέσεων για τα ξενοδοχεία Ξενία του Ε.Ο.Τ. σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην πρώτη ατομική του έκθεση στην Αθήνα (1972, Ελληνοαμερικανική Ένωση) παρουσίασε τα γλυπτά του σε ένα αρχιτεκτονικό περιβάλλον (διαμορφωμένο από το Δημήτρη και τη Σουζάνα Αντωνακάκη), με τη συνοδεία ηλεκτρονικής ηχητικής σύνθεσης του Μιχάλη Αδάμη. Η διάθεσή του για πειραματισμό και ανανέωση συνεχίστηκε μέχρι και την τελευταία περίοδο της δουλειάς του, όταν επιχείρησε να ενσωματώσει νέα υλικά και καθημερινά αντικείμενα στη γλυπτική του.
Έχει τιμηθεί με μετάλλιο στην Πανελλήνια Έκθεση του 1948 και με το βραβείο του ελληνικού τμήματος της AICA (1963). Το 1971 πήρε υποτροφία του ιδρύματος Ford ενώ το 1972 αρνήθηκε το Α΄ Κρατικό Βραβείο, ως ένδειξη διαμαρτυρίας προς το δικτατορικό καθεστώς. Υπήρξε δραστήριο μέλος πολλών καλλιτεχνικών ομάδων (Αρμός, Άλφα, Ομάδα για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη, Σύνδεσμος Σύγχρονης Τέχνης). Άρθρα του για την τέχνη έχουν δημοσιευτεί στον ελληνικό Τύπο.
Ατομικές εκθέσεις του παρουσιάστηκαν κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενώ συμμετείχε σε πάνω από 35 ομαδικές και διεθνείς διοργανώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας (1956 και 1966), στις Μπιενάλε του Saο Paulo και της Αλεξάνδρειας (1959) και έλαβε μέρος στα Europalia (Βέλγιο 1982).
Πέθανε στην Αθήνα το 1995. Το 1997 διοργανώθηκε αναδρομική έκθεσή του στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το 2000, το έργο του Στήλη τοποθετήθηκε στον σταθμό Εθνική Άμυνα του αθηναϊκού Μετρό. Το 2006 παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη (Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης) και στη Σίφνο, η έκθεση-αφιέρωμα με τίτλο Λουκόπουλος: Ο Γλύπτης-Οικοδόμος, Ψήγματα Πορείας.