Γεννήθηκε στο Παναιτώλιο Αιτωλοακαρνανίας το 1909. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (1930-1934) με τον Ουμβέρτο Αργυρό και μετά γλυπτική στο Παρίσι με τον Marcel Gimond, έως το 1940. Στη διάρκεια του Πολέμου και της Κατοχής (1940-1945) έμεινε στο χωριό του, όπου έφτιαξε πολλά γλυπτά και προπλάσματα, δουλεύοντας ταυτοχρόνως στις καπνοκαλλιέργιες. Σε όλη αυτή τη νεανική περίοδο της ζωής του βρισκόταν σε μεγάλη ανέχεια και ζούσε με μικρές υποτροφίες (κυρίως από συμπατριώτες του όπως οι Αδελφοί Παπαστράτου) ή με οικονομική υποστήριξη φίλων.
Το 1946 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση (1946, Παρνασσός), με μεγάλη επιτυχία. Από τότε ξεκίνησε η ανοδική πορεία της καριέρας του. Απέκτησε με δωρεά το εργαστήριό του στο Κουκάκι (1947), στο οποίο αργότερα θα προσθέσει το δικό του χυτήριο (1961). Άρχισε επίσης να δουλεύει τα καλοκαίρια στην Αίγινα, με απευθείας λάξευση σε πωρόλιθο, μάρμαρο ή ξύλο. Η πλούσια παραγωγή του περιλαμβάνει γλυπτά σε διάφορες τεχνικές, έργα κεραμικής, ζωγραφικής, χαρακτικής κ.ά.
Η γλυπτική του είναι ανθρωποκεντρική με έντονη εκφραστική φόρτιση. Απομακρύνεται από τον κλασικίζοντα νατουραλισμό, χωρίς να προσχωρεί άκριτα στις απόψεις του μοντέρνου. Η αφαιρετικότητα και οι αδρές γραμμές που χαρακτηρίζουν το πλαστικό του ιδίωμα, παραπέμπουν συχνά στην αισθητική της προκλασικής ελληνικής τέχνης.
Παρουσίασε το έργο του σε πολλές ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις. Μεταξύ άλλων εκπροσώπησε την Ελλάδα στις Μπιενάλε της Βενετίας (1962) και του Sao Paulo (1975).
Το 1981 οργανώθηκε αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Πέθανε στην Αθήνα το 1993. Δυο χρόνια αργότερα (1995), η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε με αναδρομική έκθεση στο χώρο της, ενώ το 2004, στα εγκαίνια της Εθνικής Γλυπτοθήκης, παρουσιάστηκε ένα μέρος της γλυπτικής του σε ξύλο.
Το 2001 αγοράστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο η περίφημη Ζωφόρος του (Μνημείο της Μάχης της Πίνδου), η οποία τοποθετήθηκε στο περιστύλιο της Βουλής το 2002. Το έργο βασίζεται σε προπλάσματα της δεκαετίας του 1940, που μεταφέρθηκαν σε πωρόλιθο το 1952–1956.
Γλυπτά του υπάρχουν σε δημόσιους χώρους και σε μόνιμες εκθέσεις στην Αίγινα (Μουσείο Χρήστου Καπράλου, από το 1995) και στο Αγρίνιο («Αίθουσα Τέχνης-Γλυπτοθήκη Χρήστος Καπράλος» της Παπαστρατείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης, από το 1996).
Το 2006 το Ίδρυμα Χρήστου και Σούλης Καπράλου, που είχε ιδρύσει με τη σύζυγό του το 1991, ενσωματώθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη.
Το 2001 εκδόθηκε η Αυτοβιογραφία του και το 2009 κυκλοφόρησε μονογραφία για το έργο του.