Γεννήθηκε το 1924 στο Βελιγράδι. Το 1946 ξεκίνησε σπουδές χαρακτικής στο Παρίσι, στην École des Beaux-Arts, με δάσκαλο το Δημήτρη Γαλάνη. Το 1951, μαζί με τον σύζυγό της, τον γλύπτη Μέμο Μακρή, απελάθηκαν από τη Γαλλία λόγω των αριστερών πολιτικών πεποιθήσεών τους και εγκαταστάθηκαν στη Βουδαπέστη, όπου έζησαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, συμμετέχοντας ενεργά στην εικαστική ζωή της Ουγγαρίας.
Την περίοδο αυτή ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα στον τομέα της χαρακτικής και της εικονογράφησης βιβλίων. Παράλληλα πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και στην Κίνα (όπου έκανε και την πρώτη της ατομική έκθεση, το 1956) και στην Κούβα. Ένα μεγάλο μέρος του σχεδιαστικού και χαρακτικού της έργου βασίζεται στην καταγραφή τοπίων και εντυπώσεων από τα ταξίδια της. Το 1960 ήρθε παράνομα στην Ελλάδα ως μέλος κομματικής αποστολής, συνελήφθη και φυλακίστηκε για ένα χρόνο στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, όπου δημιούργησε σειρά χαρακτικών (λινόλεουμ και ξυλογραφίες) με θέμα τις γυναίκες της φυλακής. Με αυτή την ενότητα έργων έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση στην Αθήνα (Ζυγός, 1964). Μέρος της ίδιας σειράς δημοσιεύτηκε και στο βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου Το Δένδρο της φυλακής και οι γυναίκες (Αθήνα 1963, εκδ. Επιθεώρηση Τέχνης).
Εκτός από τη χαρακτική, τα σχέδια και τις εικονογραφήσεις βιβλίων, ασχολήθηκε επίσης με το ψηφιδωτό και την ταπισερί και δημιούργησε έργα για δημόσιους χώρους. Έχει παρουσιάσει το έργο της σε ατομικές εκθέσεις, όχι μόνο στην Ουγγαρία και στην Ελλάδα, αλλά και σε Κίνα, Κούβα, Μεξικό, Κύπρο και ΗΠΑ. Συμμετείχε επίσης σε ομαδικές εκθέσεις σε πολλές χώρες του κόσμου.
Βραβεύτηκε επανειλημμένα σε εκθέσεις χαρακτικής της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Δημοκρατικής Νεολαίας (Βερολίνο 1953, Βαρσοβία 1955, Μόσχα 1957, κ.α.), τιμήθηκε δύο φορές με το βραβείο Munkàcsy (1959, 1963), και απέκτησε την ανώτατη διάκριση για τις εικαστικές τέχνες της Ουγγαρίας, το βραβείο του εξαίρετου καλλιτέχνη (1984).
Πέθανε στην Αθήνα το 2014.