Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1941. Μαθήτευσε στο φροντιστήριο του Σαραφιανού και σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (1960-1965), στο εργαστήριο του Μόραλη, με υποτρoφία του ΙΚΥ. Ήταν ακόμα φοιτητής, όταν έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (1964, Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών), με έργα που φανέρωναν επιρροές από τον Μπουζιάνη. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ecole des Beaux Arts στο Παρίσι (1969-1972, με κρατική υποτροφία). Σε αυτό το διάστημα η ζωγραφική του έγινε πιο ρεαλιστική και συνδέθηκε με την πολιτική του στράτευση. Σε ανάλογο πνεύμα, συμμετείχε (μαζί με τους Γ. Βαλαβανίδη, Κ. Δίγκα, Κ. Κατζουράκη και Γ. Ψυχοπαίδη) στην ίδρυση και τις εκθέσεις της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές» (1971-1973), η οποία παρουσίασε (στην Ελλάδα) έργα με κριτικό περιεχόμενο, κατά την περίοδο της δικτατορίας.
Η συμμετοχή σε συλλογικές δραστηριότητες είχε ξεκινήσει πριν από τη δικτατορία, όταν ήταν μέλος της «Ομάδας Τέχνης Α» και συνεργαζόταν με την Επιθεώρηση Τέχνης. Συνεργάστηκε επίσης με το Ελεύθερο Θέατρο (1973), το «Κέντρο Εικαστικών Τεχνών» (1974-1976) και, αργότερα, έγινε μέλος της «Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη» και του «Κέντρου Χαρακτικής».
Η ρεαλιστική περίοδος της ζωγραφικής του, πέρα από το προφανές ιδεολογικό της υπόβαθρο, ήταν και μια περίοδος έρευνας στο πεδίο της σχεδιαστικής και χρωματικής συγκρότησης της ανθρώπινης μορφής μέσα στον εικαστικό χώρο. Σε αυτό τον τομέα θα επικεντρωθεί το ενδιαφέρον του τα επόμενα χρόνια. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, καθώς η πολιτική του δραστηριότητα ατονεί, οι καλλιτεχνικές του αναζητήσεις διευρύνονται. Η απόδοση του χώρου σε δυναμική αλληλεξάρτηση με την ανθρώπινη παρουσία, αναδεικνύει τη βιωματική διάσταση της ζωγραφικής του και επιτρέπει τη συγκινησιακή φόρτιση των μορφών και τη βαθμιαία κυριαρχία των αυτοβιογραφικών στοιχείων. Το έργο του παρουσιάζεται σε συνεχόμενες θεματικές ενότητες, με κύρια χαρακτηριστικά τις υπαρξιακές αναφορές, την εξαντλητική επεξεργασία της μορφής και τη σωματικότητα του ζωγραφικού υλικού. Συχνά η ζωγραφική του συνυπάρχει με γλυπτά έργα.
Το 1989 εκλέχτηκε καθηγητής στην ΑΣΚΤ, όπου διετέλεσε Πρύτανης (2001-2005) και δίδαξε ως το 2008.
Έκανε περισσότερες από εικοσιπέντε ατομικές και πολλές δεκάδες ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συμμετείχε στη Μπιενάλε του Sao Paulo (1969) και στη Μπιενάλε Χαρακτικής (Χαϊδελβέργη, 1988). Αναδρομικές του εκθέσεις παρουσιάστηκαν στη Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου (1986), στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο (Θεσσαλονίκη, 1991), στην Πινακοθήκη Κυκλάδων (Ερμούπολη, 2008) και στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Αθήνα, 2010).
Εικονογράφησε ποιητικές συλλογές και συνεργάστηκε με λογοτέχνες και θεωρητικούς, δημοσιεύοντας τακτικά κείμενά του. Έχει εκδόσει τρία βιβλία και ένα λεύκωμα με έργα φτιαγμένα σε υπολογιστή (2007). Το 2009 εκδόθηκε μονογραφία για το έργο του.