Γεννήθηκε το 1898 στη Λάρισα. Από μικρή ηλικία μαθήτευσε κοντά στη ζωγράφο Ερατώ Ασπρογέρακα-Βάλβη. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με τους Γεώργιο Ροϊλό, Γεώργιο Ιακωβίδη, Σπύρο Βικάτο, Παύλο Μαθιόπουλο και Νικόλαο Λύτρα (1915-1921).
Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στη γκαλερί «Δαφνοπούλου», στη Λάρισα (1921). Εργάστηκε παράλληλα για βιοποριστικούς λόγους σε διαφημιστική εταιρία και αργότερα διορίστηκε καθηγητής σχεδίου στη μέση εκπαίδευση (1925). Ταξίδεψε στην Ελλάδα, κυρίως τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία και εμπνεύστηκε από τα φυσικά και αρχιτεκτονικά τοπία.
Εκτός από την τοπιογραφία, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, ζωγράφισε νεκρές φύσεις, ηθογραφίες, γυμνά και προσωπογραφίες. Διαμόρφωσε μια προσωπική γραφή, ενταγμένη στις αναζητήσεις της γενιάς του 30, συνδυάζοντας στοιχεία του μοντερνισμού με παραδοσιακούς τύπους της βυζαντινής και λαϊκής τέχνης. Χαρακτηριστικό της ώριμης ζωγραφικής του είναι η έμφαση στη σχηματοποίηση και η επίπεδη προοπτική. Σημαντικό είναι και το χαρακτικό του έργο. Εξέδωσε λευκώματα με χαρακτικά όπως «Το σπίτι του Σβαρτς στα Αμπελάκια» (1928, επανέκδοση 1974) και τα «Παιδικά σχέδια» (1933, σε συνεργασία με τον Σπύρο Βασιλείου). Για την τελευταία έκδοση τιμήθηκε με το Μέγα Βραβείο Εκδόσεων της Διεθνούς Εκθέσεως του Παρισιού (1937). Στη διάρκεια της Κατοχής, κυκλοφόρησε μονόφυλλα χαρακτικά με θέματα από δημοτικά τραγούδια. Ασχολήθηκε επίσης με την αγιογράφηση εκκλησιών, το σχεδιασμό ψηφιδωτών, φορητών εικόνων και την εικονογράφηση βιβλίων (θρησκευτικά, λογοτεχνικά και σχολικά εγχειρίδια).
Ήταν μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών (1925), συμμετείχε στην ανασύσταση της «Ομάδας Τέχνη» (1930) και στην ίδρυση της ομάδας «Στάθμη» (1950). Από το 1959 εργάστηκε ως καθηγητής ελεύθερου σχεδίου στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο.
Παρουσίασε το έργο του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Συμμετείχε επίσης σε Πανελλήνιες, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, μεταξύ των οποίων οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1940, του Σάο Πάολο και της Αλεξάνδρειας το 1959. Το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομικές εκθέσεις το 1961 στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, το 1976 στην Εθνική Πινακοθήκη και το 2011 στο Μουσείο Μπενάκη.