Η Έφη Στρούζα γεννήθηκε το 1941 στην Κέρκυρα. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης, Ιστορία της Κριτικής της Τέχνης και Μουσειολογία στο Courtauld Institute of Art του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (1969, B.A., 1971 M.A.) και στο Istituto di Storia dell’ Arte του Πανεπιστημίου της Ρώμης (1973-1976).
Την περίοδο 1972-1983 έζησε στη Ρώμη, όπου συνεργάστηκε στα ερευνητικά προγράμματα του Εθνικού Αρχείου Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ιταλίας (Gabinetto Fotografico Nazionale del Patrimonio Culturale).
Η δραστηριότητά της υπήρξε αδιάκοπη και πολυσχιδής, εστιάζοντας κυρίως στην προώθηση της σύγχρονης ελληνικής τέχνης στον διεθνή χώρο και στη θεσμική διασύνδεση του ελληνικού καλλιτεχνικού χώρου με τον διεθνή.
Από το 1977 έως το 2018 διοργάνωσε και επιμελήθηκε μεγάλο αριθμό ατομικών και ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό σε συνεργασία με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, ενδεικτικά:
Mito e Realta, Artisti Greci Contemporanei/Expo Arte, Fiera Internazionale di Arte Contemporanea, Expo-Arte Bari 1977,
Avanguardia e Sperimentazione 1978, Punti Interrogativi-Punti di Riferimento, (1978 Galleria Civica-Modena & 1978 Magazzini del Sale-Βενετία),
Emerging Images (I.C.C.-Europalia Hellas ’82, Αμβέρσα),
7 Έλληνες Καλλιτέχνες: Ένα Νέο Ταξίδι (1983 Πύλη Αμμοχώστου, Λευκωσία),
Sanat, Τέχνη (1992, Μουσείο Γλυπτικής και Ζωγραφικής, Κωνσταντινούπολη) κ.ά.
Το 1997 ορίστηκε Εθνική Επίτροπος στην 47η Μπιενάλε Βενετίας, όπου η Ελληνική Αντιπροσωπεία στο πρόσωπο και στο έργο του Αλέξανδρου Ψυχούλη απέσπασε για πρώτη φορά το Βραβείο Benesse, ενώ το 2002 υπήρξε επίτροπος στην Μπιενάλε του Σάο Πάουλο.
Εκατοντάδες θεωρητικά και κριτικά κείμενα της πάνω σε θέματα της ιστορίας της νεότερης και σύγχρονης τέχνης δημοσιεύθηκαν από το 1976 έως το 2018 σε καταλόγους ατομικών και ομαδικών εκθέσεων, σε περιοδικά τέχνης,
στον ημερήσιο τύπο στην Ελλάδα και το εξωτερικό, καθώς επίσης και σε Πρακτικά Συμποσίων και Συνεδρίων. Ακόμη, συνεργάστηκε στη σύνταξη λημμάτων αναφορικά με τη σύγχρονη ελληνική τέχνη για την
Εγκυκλοπαίδεια Treccani, Grecia, Arte 1970-1990 (Ιταλία) και με το Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών της εκδοτικής εταιρείας Μέλισσα (1993-1997). Επιπλέον, συνέταξε μονογραφίες Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, ενώ επιμελήθηκε τον
Κατάλογο της Συλλογής Εμφιετζόγλου. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη, 1998, 2005) κ.ά.
Δίδαξε Ιστορία της Τέχνης στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου Κρήτης (1999-2002), ενώ ακόμη πραγματοποίησε πολυάριθμες διαλέξεις για την ιστορία και την θεωρία της τέχνης, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ιδρυτικό στέλεχος του Ιδρύματος για τη Σύγχρονη Τέχνη ΔΕΣΤΕ, διετέλεσε μέλος του Δ.Σ και Διευθύντρια την περίοδο 1983-1989. Το 1992 πρότεινε και συντόνισε τη δημιουργία ενός διεθνούς δικτύου πνευματικών τόπων στην Ελλάδα, σε συνεργασία με τοπικούς πολιτιστικούς φορείς και το Δήμο της Ρόδου, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και τη Νομαρχία Δωδεκανήσων. Τη διετία 1996-1997 ανήκε στην ομάδα εργασίας του Υπουργείου Πολιτισμού για τη χάραξη της εθνικής πολιτικής στον τομέα των εικαστικών τεχνών.
Από το 1981 υπήρξε μέλος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης AICA, διατελώντας Πρόεδρος την περίοδο 2001-2009, Αντιπρόεδρος της AICA International (2004-2007), Μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της AICA International (2012-2019), ενώ το 2016 ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της AICA Hellas.
Ακόμη, υπήρξε μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής της του Forum for European Cultural Exchanges (Θεσσαλονίκη, 2003-2008), καθώς και μέλος του Δ.Σ. του Ε.Μ.Σ.Τ. (2014-2018).
Πέθανε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2019.